-
1 ἐξ-αιρέω
ἐξ-αιρέω (s. αἱρέω, ἐξῃρήσατο Ar. Th. 760, ἐξαιρήσωνται Aristid.), herausnehmen; – 1) Etwas von seinem Orte wegnehmen, aus Etwas herausnehmen, λέβητος ἔξελε Pind. Ol. 1, 26; Ggstz ἐντιϑέναι Plat. Crat. 414 d, wie ἐπεμβάλλειν 399 a; öfter γράμματα, z. B. τὸ δέλτα τοῠ ὀνόματος 413 e; οὓς ἐγὼ ἔκ τε τοῦ λέγειν καὶ τοῦ γράφειν ἐξαιρῶ Theaet. 162 d; ὁ φοίνιξ, ὅϑεν ἐξαιρεϑείη ὁ ἐγκέφαλος Xen. An. 2, 5, 21; οἴακας ἐξῃροῦμεν νεώς Eur. I. T. 1357; ἐξελοῦσ' ὡς καρδίαν ἀλεκτόρων Aesch. Eum. 861; von der Herausnahme der Eingeweide des Opferthieres, κοιλίην, νηδύν, Her. 2, 40. 87; τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. An. 2, 1, 9. – Med., sich, für sich Etwas herausnehmen; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν Il. 8, 323; οἰωνοί, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, denen Landleute die Jungen ausnahmen, Od. 16, 218; τὰ μεγάλα ἱστία, die Segel einziehen, Xen. Hell. 1, 1, 13; – τὰ φορτία, die Schiffsladung aus dem Schiffe herausnehmen u. ans Land schaffen, ausladen, τὰ ἀγώγιμα Xen. An. 5, 1, 16, Thuc. 8, 90; Dem. 56, 10 ἐξαιρεῖται τὸν σῖτον ἐν τῇ Ῥόδῳ καὶ ἐκεῖ ἀποδίδοται; ib. 3 u. 35, 13; Lycurg. 18 u. öfter. Auch das pass. so, κέραμος ἐξαιρεόμενος ἐν Αἰγύπτῳ, der dort ausgeladen, nach Aegypten eingeführt wird, Her. 3, 6. – 2) übh. wegnehmen, entfernen, beseitigen, auch von Gemüthsaffecten; εὖ πατρὸς ἐξεῖλον φόβον Eur. Phoen. 991; ἐξέλοιμεν ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν, das Mißtrauen entfernen, Xen. An. 2, 5, 21; ὀρϑῶς ἂν ἐξαιροῖμεν τοὺς ϑρήνους τῶν ὀνομαστῶν ἀνδρῶν, wie τοὺς ὀδυρμούς, die Klagen um die Männer aufheben, Plat. Rep. III, 387 ce; τὴν ἄγνοιαν Legg. VI, 771 c; ἐνόντα ἔρωτα Conv. 186 d; τὰς δόξας Soph. 230 d; ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Charm. 171 e; φόβους πολιτῶν Isocr. 2, 23; λόγοις τὰς διαφοράς 12, 165. – Auch im med., ἐξελέσϑαι ὑμῶν τὴν διαβολήν Plat. Apol. 19 a, τέρψιν βίου Eur. Alc. 347; νεῖκος πατρός, aufheben, Med. 904, ὁ ϑεὸς ἐξαιρούμενος τὸν νοῠν τούτων Plat. Ion 534 c, wie τοῠ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, den Verstand nehmen, Hes. Sc. 89, Il. 17, 470 u. öfter, auch Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς, 6, 234; mit dem Nebenbegriffe des gewaltsamen Entreißens, ἐξελέσϑαι τινὰ ϑυμόν 15, 480. 17, 678; in tmesi, ἐκ ϑυμὸν ἑλέσϑαι 11, 381; ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140; τί τινος, Il. 19, 137. 24, 754 Od. 11, 201. So, rauben, Aesch. Suppl. 924; μὴ 'ξέλῃ τὰ φίλτατα Soph. Bl. 1199; βίᾳ γυναῖκα τήνδε σ' ἐξαιρήσεται Eur. Alc. 79, dgl. I. A. 972; Ar. Par 316. 443. Aehnlich ἐξελέσϑαι τοῦ πολέμου Pol. 1, 11, 11; ἐκ τῶν κινδύνων Dem. 18, 90, im Psephisma, den Gefahren entreißen; οὔτε γὰρ τὸ γνῶναι καὶ δοκιμάσαι τὸ βέλτιστον ἐξελέσϑαι δύναιτ' ἂν ὑμῶν οὐδὲ εἷς, das kann euch Keiner entreißen, Dem. 24, 37; βίας τοὐς ἀδικουμένους Plut. Rom. 6. – Auch im pass., ἐξαιρε ϑέντες τὸν Δημοκήδεα, denen Demokedes entrissen worden, Her. 3, 137; vgl. Thuc. 6, 24 τὸ ἐπιϑυμοῠν τοῠ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέϑησαν, die Lust wurde ihnen nicht genommen, wie ἐξαιρεϑέντας ἀδικίαν ὑπὸ τοῦ διδασκάλου, denen vom Lehrer die Ungerechtigkeit benommen, die davon befreit sind, Plat. Gorg. 519 d. – Bes. merke man – a) ἐξαιρεῖσϑαί τινα εἰς ἐλευϑερίαν, in libertatem vindicsre, Lys. 23, 9 Dem. 10, 14 u. öfter bei den Rednern, womit Her. 3, 137 zu vergleichen, ἄνδρα δραπέτην γενόμενον ἐξαιρέεσϑε; ä. Pol. 1, 36, 5. – b) eine Ausnahme machen mit Etwas, ausnehmen, bei Seite setzen; μητέρας ἐξελόντες, mit Ausnahme der Mütter, Her. 3, 150; Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου, den S. nehme ich aus, Plat. Phaedr. 242 b, vgl. Rep. VI, 492 e; ὅταν ἑαυτὸν ἀεὶ ἀναίτιον ἐξαιρῇ Legg. V, 726 b; Sp; ἐξελόντες τὰς ἀντιμοιρίας, von der Erbschaft bei Seite legen, Dem. 36, 8; ἐξειλόμεϑα τὴν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός 40, 56; τὸ μέσον τούτων ἐξεῖλες, du hast es übergangen, 23, 36. – c) mit Gewalt austreiben, τοὺς κατοικημένους Her. 5, 16; austilgen, vernichten, sowohl mit dem Namen der Einwohner, Her. oft, als τὴν πόλιν, von Grund aus zerstören, 1, 103. 8, 111 u. oft; auch στρουϑούς, σφῆκας, 1, 159; Xen. Hell. 4, 2, 12. So Eur. πόλεις Tr. 892; τοὺς Ἡρα-κλείους παῖδας Herc. Fur. 39; ϑῆρας χϑονός Hipp. 18; φϑίνοντα Λαΐου ϑέσφατ' ἐξαιροῠσιν ἤδη, VLL. ἀφανίζουσιν, die Orakel zu Schanden machen, Soph. O. R. 908; οἰκίας καὶ πόλεις κατ' ἄκρας ἐξαιρεῖν Plat. Legg. X, 909 b; πόλιν ἐξελεῖν, erobern, Thuc. 4, 69; Xen. Hell. 2, 2, 19; τὰ χωρία Dem. 33, 115; D. Hal. 8, 86 u. a. Sp. – 3) aus einer Anzahl herausnehmen, auswählen, auslesen, ἥν οἱ Ἀχαιοὶ ἔξελον Il. 11, 627, die sie für ihn auswählten, ihm bestimmten, wie κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον 16, 56; im med., für sich auswählen, 9, 129; ταύτας ἐξείλεϑ' αὑτῷ κτῆμα καὶ ϑεοῖς κριτόν Soph. Tr. 244; δῶρον O. C. 546; ἐπειδὰν ϑεοῖσιν ἀκροϑίνι' ἐξέλῃς Eur. Rhes. 470; τέμενος βασιλεῖ Her. 4, 161; γέρεα 2, 168; κλήρους τοῖς ϑεοῖς ἱερούς Thuc. 3, 50; Xen. Cyr. 4, 5, 51. 7, 5, 35 u. öfter; ἱερὰ καὶ ἀγορὰν ἐξῃρῆσϑαι ϑεῶν Plat. Legg. VIII, 848 d; auch εἰς τὸν κόσμον, Alc. I, 123 c; – ἐξαραιρημένος, geweiht, Her. 1, 148.
-
2 κατα-λαμβάνω
κατα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) ergreifen, erfassen, festhalten; τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od. 9, 43, öfter in tmesi; von der Krankheit, κατέλαβε νοῠσός μιν, Her. 3, 149; Sp.; καταλαμβανόμενος ὑπὸ πολεμίων Plat. Legg. XII, 944 c; τῇ χειρὶ τὸν ὀφϑαλμόν, zuhalten, Theaet. 165 b; – einnehmen, besetzen, κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι Thuc. 1, 126; Ar. Lys. 263; übertr., κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν Plat. Rep. VIII, 560 b; Pol. 3, 104, 3 u. A.; ὁ δὲ Πειραιεὺς ἦν κατειλημμένος Isocr. 18, 17; στρατόπεδον, ein Lager beziehen, Thuc. 2, 81; πάντα φυλακαῖς, besetzen, Plut. Pericl. 33. – Auch im med., für sich einnehmen, κατελάβετο τὴν πόλιν Pol. 1, 58, 2, öfter; so τὰ πρήγματα Her. 6, 39; selbst perf. so, κατειλημμένων τὴν πέτραν τῶν βαρβάρων D. Sic. 17, 85; aber Andoc. 1, 19 lies't Bekker λαμβανόμενος τῶν γονάτων für die vulg. καταλ. – Aehnl. ἕδρας καταλαβεῖν, Platz nehmen, Ar. Eccl. 86; ϑέαν καταλαμβάνειν, einen Platz zum Schauen einnehmen, Luc. de salt. 5; – Μιλτιάδεα τὰ πρήγματα καταλαμψόμενον ἀποστέλλουσι, daß er den Oberbefehl übernehme, Her. 6, 39, der es auch von Schriftstellern braucht, vorwegnehmen, früher erzählen, τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι 6, 55; – χρήματα, mit der Nebenbdtg des Wegnehmens, Ar. Lys. 624. – 2) festhalten, zurückhalten, hemmen; καταλαβεῖν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Κύρου Her. 1, 46; τὸ πῦρ 1, 87; ἴσχε καὶ καταλάμβανε σεωυτόν, halte dich zurück, 3, 36; τὰς διαφοράς 7, 9, 2, Streitigkeiten beilegen; auch ἐρίζοντας, 3, 128, die Streitenden beschwichtigen; pass., ὁ τῶν Περσέων ϑάνατος οὕτω καταλαμφϑεὶς ἐσιγήϑη 5, 21, er wurde unterdrückt u. verschwiegen; ἤ που ὑπὸ φυγῆς καταληφϑέν, irgendwo zurückgehalten, Plat. Rep. VI, 496 b. – Erzwingen, befehlen, ἀνάγκη κατείληφεν Plat. Legg. VII, 814 d; τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα 823 a; – πίστι καὶ ὁρκίοισι καταλαβόντες αὐτούς, sie durch Eide verpflichtend, bindend, Her. 9, 106; Thuc. 4, 86; ὅρκῳ κατειλημμένοι 1, 9; εὗρε τὰς σπονδὰς κατειλημμένας, festgestellt, im Ggstz von μετακινητὴ ὁμολογία, 5, 21; Sp. öfter, wie D. Hal. 3, 24 Luc. D. Mar. 10, 1. – Den Schuldigen ergreifen, verurtheilen u. bestrafen, Ggstz von ἀφεῖναι, Antiph. 2 δ 11, von ἀπολύω, 4 δ 9; καταλαμβάνεσϑαι ὑπὸ τῶν νόμων 4 γ 2 u. öfter. – 3) ergreifen, ertappen, betreffen, finden; καταλαμβάνομεν τὸν.Σωκράτη ἄρτι λελυμένον Plat. Phaed. 59 e; ἀνεῳγμένην καταλ. τὴν ϑύραν Conv. 174 d; κατελάβομεν περιπατοῠντα Prot. 314 e, wir trafen ihn beim Spazierengehen; ὡς ἐπ' αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν ἀμαϑέστερον ἐκείνων ὄντα Apol. 22 b; καταλαβὼν ἐν Βοσπόρῳ μοχϑηρὰ τὰ πράγματα καὶ τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν Dem. 34, 8; τὴν Σπάρτην ἔρημον Pol. 9, 8, 5; φεῦγε, πρὶν τὸν τοξότην ἥκοντα καταλαβεῖν Ar. Thesm. 1209; Eur. Cycl. 259 κατελήφϑη πωλῶν τὰ σά; Luc. Alex. 37 hat so auch das med. – Beim Aufnehmen eines Inventariums vorfinden, Inscr. 160; vgl. Böckh Att. Seew. p. 8. – 41 mit dem Geiste erfassen, auffassen, begreifen; κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐνεργεστάτης αἰσϑήσεως Plat. Phaedr. 250 d; Phil. 16 d; Sp., wie Pol. 8, 4, 6; ἐκ τούτου κατέλαβον τοῦ φάσματος, ὅτι νίκην αὐτοῖς σημαίνει τὸ δαιμόνιον D. Hal. 5, 46; auch im med., 2, 66. – 5) wie bes. von unglücklichen Ereignissen (s. 1), die plötzlich über Einen kommen, gesagt wird εἰ δέ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι, Plat. Legg. IX, 873 a, öfter, vgl. Eur. Hipp. 1161, κίνδυνος Dem. 18, 99, Sp., so ist καταλαβοῦσα ξυμφορή ein eintreffendes Unglück, Her. 4, 161, u. so öfter; begegnen, treffen, τὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε 9, 93; εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι 9, 60; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. 4, 20; καταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι, es traf mich, ich fühlte mich gedrungen, euch dies kund zu thun, Her. 3, 65; ἕνα κατέλαβε ὑβρίσαντα τάδε ἀποϑανεῖν, es traf sich, daß er starb, eigtl. den Einen ergriff das Sterben, 3, 118, vgl. 4, 105. 6, 38; τὰ καταλαβόντα, was sich zugetragen hat, die Begebnisse, = dem att. συμβάντα, 9, 49; ähnl. Thuc. ἢν δέ γε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ, 2, 54, wie 2, 18; Sp., τὰ ἐκ τοῦ ϑεοῦ κατειληφότα Paus. 10, 23, 7, öfter; τῆς νυκτὸς καταλαβούσης, als die Nacht eingetreten war, D. Sic. 20, 86; D. Hal. 5, 44 u. a. Sp.; χειμῶνος ἤδη καταλαμβάνοντος, der Winter stand bevor, Hdn. 7, 2, 18, öfter. – Selten vom Glücke, wie τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Her. 3, 139. – Im pass. vrbdt Thuc. 7, 57 ἐν τοιαύταις ἀνάγκαις κατειλημμένος.
-
3 καταλαμβάνω
κατα-λαμβάνω, (1) ergreifen, erfassen, festhalten; von der Krankheit, κατέλαβε νοῠσός μιν; τῇ χειρὶ τὸν ὀφϑαλμόν, zuhalten; einnehmen, besetzen; στρατόπεδον, ein Lager beziehen; πάντα φυλακαῖς, besetzen; für sich einnehmen. Ähnl. ἕδρας καταλαβεῖν, Platz nehmen; ϑέαν καταλαμβάνειν, einen Platz zum Schauen einnehmen. Μιλτιάδεα τὰ πρήγματα καταλαμψόμενον ἀποστέλλουσι, daß er den Oberbefehl übernehme; auch von Schriftstellern: vorwegnehmen, früher erzählen; χρήματα, mit der Nebenbdtg des Wegnehmens. (2) festhalten, zurückhalten, hemmen; ἴσχε καὶ καταλάμβανε σεωυτόν, halte dich zurück; τὰς διαφοράς, Streitigkeiten beilegen; ἐρίζοντας, die Streitenden beschwichtigen; pass., ὁ τῶν Περσέων ϑάνατος οὕτω καταλαμφϑεὶς ἐσιγήϑη, er wurde unterdrückt u. verschwiegen; ἤ που ὑπὸ φυγῆς καταληφϑέν, irgendwo zurückgehalten. Erzwingen, befehlen; πίστι καὶ ὁρκίοισι καταλαβόντες αὐτούς, sie durch Eide verpflichtend, bindend; εὗρε τὰς σπονδὰς κατειλημμένας, festgestellt, im Ggstz von μετακινητὴ ὁμολογία. Den Schuldigen ergreifen, verurteilen u. bestrafen, Ggstz von ἀφεῖναι. (3) ergreifen, ertappen, betreffen, finden; κατελάβομεν περιπατοῠντα, wir trafen ihn beim Spazierengehen. Beim Aufnehmen eines Inventariums vorfinden. (4) mit dem Geiste erfassen, auffassen, begreifen. (5) wie bes. von unglücklichen Ereignissen, die plötzlich über einen kommen, gesagt wird, εἰ δέ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι; καταλαβοῦσα ξυμφορή, ein eintreffendes Unglück; begegnen, treffen; καταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι, es traf mich, ich fühlte mich gedrungen, euch dies kund zu tun; ἕνα κατέλαβε ὑβρίσαντα τάδε ἀποϑανεῖν, es traf sich, daß er starb, eigtl. den einen ergriff das Sterben; τὰ καταλαβόντα, was sich zugetragen hat, die Begebnisse; τῆς νυκτὸς καταλαβούσης, als die Nacht eingetreten war; χειμῶνος ἤδη καταλαμβάνοντος, der Winter stand bevor. Selten vom Glücke, wie τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις -
4 δι-αισθάνομαι
δι-αισθάνομαι (s. αἰσϑάνομαι), deutlich wahrnehmen, unterscheiden, Plat. Soph. 253 d, ἱκανῶς, u. öfter; τὰς διαφορὰς τῶν ὁρωμένων Arist. gen. anim. 5, 1.
-
5 ἐξ-ευ-κρινέω
ἐξ-ευ-κρινέω, genau untersuchen, τὰς διαφοράς Pol. 35, 2, 6.
-
6 θεωρία
θεωρία, ἡ, das Zuschauen, Anschauen eines Schauspiels, das Schauspiel; ἄλλην δ' ἄκουσον δυςχερῆ ϑεωρίαν Aesch. Prom. 804, mit Anspielung auf die Gesandtschaften, welche von den griechischen Staaten zur Theilnahme bes. an den vier großen, allgemeinen Festspielen Griechenlands geschickt wurden, ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν ϑεωρίας Eur. Bacch. 1045; auch das Anschauen der Festspiele selbst, wie Soph. O. R. 1491 sagt: ποίας δ' ἑορτὰς ἥξετε, ἔνϑεν οὐ κεκλαυμέναι πρὸς οἶκον ἵξεσϑ' ἀντὶ τῆς ϑεωρίας, wo der Schol. ἀντὶ τῆς ἀπὸ τῆς ϑεωρίας τέρψεως erkl. – Eine solche Gesandtschaft ist gemeint bei Xen. ἕως ἂν ἡ ϑεωρία ἐκ Δήλου ἐπανέλϑῃ Mem. 4, 8, 2; Plat. Phaed. 58 c ἑκάστου ἔτους ϑεωρίαν εἰς Δῆλον ἀπάξειν, ἣν δὴ κατ' ἐνιαυτὸν τῷ ϑεῷ πέμπουσιν; ἢ κατὰ ϑεωρίας ἢ κατὰ στρατείας Rep. VIII, 556 c; ἡ Ὀλυμπίαζε ϑεωρία Thuc. 6, 16; ϑεωρίας εἰς τὰς ἐν τᾷ Ἑλλάδι πανηγύριας ἀποστέλλειν Dem. 18, 91, im Dekret der Byzantier; Pol. 38, 16, 4 ϑεωρίαι δισσαί, μία μὲν ὑπὲρ τῶν Παναϑηναίων, ἡ δ' ἄλλη περὶ μυστηρίων. Auch die Festspiele, das Fest, ἡ τοῦ Διονύσου ϑεωρία Plat. Legg. I, 650 a; οὔτε ϑυσίαν, οὔτε ϑεωρίαν, οὔτ' ἄλλην ἑορτὴν ἤγαγεν Isocr. 19, 10; Plat. Legg. XII, 647 a; Xen. Hier. 1, 12. – Uebh. das Betrachten, in Augenschein Nehmen, γῆν πολλὴν ϑεωρίης εἵνεκα ἐπελήλυϑας Her. 1, 30, κατὰ ϑεωρίης πρόφασιν ἐκ πλώσας 1, 29; Thuc. 6, 24; οὔτ' ἐπὶ ϑεωρίαν πώποτε ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλϑες Plat. Crit. 25 b; ἐξέπεμψεν ὁ πατὴρ ἅμα κατ' ἐμπορίαν καὶ κατὰ ϑεωρίαν, um sich umzusehen, Isocr. 17, 4; vgl. Dem. 43, 18. – Seit Plat. bes. auf geistiges Anschauen übertr., Betrachtung, Untersuchung, wissenschaftliche Erkenntniß, ἐπὶ ϑεωρίαν τῆς διαφορᾶς ἔλϑωμεν Plat. Phil. 38 b, öfter; καὶ ἐπίστασις Pol. 6, 3, 4, wissenschaftliche Behandlung, 1, 5, 3, ἡ περὶ τὰ στρατόπεδα ϑ., 6, 42, 6; übh. Wissenschaft, Theorie, im Ggstz der Praxis, der Ausübung der aufgestellten Lehrsätze, Arist. u. Sp.
-
7 ἐν-νοέω
ἐν-νοέω, im Sinne haben, gedenken, erwägen; ἐννοεῖν χρὴ γυναῖχ' ὅτι ἔφυμεν Soph. Ant. 61; Trach. 575; vorhaben, ὅστις τοὐπιτάσσειν τοῖς κρατοῦσιν ἐννοεῖ Ant. 660; ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῠναι O. R. 330. Eben so im med. mit aor. pass.; ἐννοεῖσϑε εὐσεβεῖν Phil. 1426; Eur. ἐννοοῠμαί τι τῶν κεκρυμμένων, Med. 900; ταῠτ' ἐννοηϑεῖσα ib. 882; περί τινος, 925; οὐκ ἐννοῶ νῦν γε οὕτως, ich erinnere mich, Plat. Polit. 296 a; τὸ γιγνόμενον οὐκ ἐννοεῖς ὅτι, du erwägst nicht, daß, Theaet. 161 b; ἐννόει, überlege, ὧδε γὰρ ἐννόησον Prot. 324 d; – mit folgdm μή, besorgen, Theag. 122 c; Xen. An. 3, 5, 3. 4, 2, 13. 5, 9, 28. – Aussinnen, ausdenken; μηχανὴν δεῖ τὸν νομοϑέτην ἐννοεῖν ἁμόϑεν γέ ποϑεν Plat. Legg. VII, 798 b; ὁδόν Xen. An. 2, 2, 10. Auch im med., Plat. Hipp. mai. 295 c; τὰς ποίας διαφορὰς ἡμῶν ἐννοηϑεὶς λέγεις; Legg. IX, 859 d; – einsehen, verstehen; εἰ σὺ μὴ τόδ' ἐννοεῖς, ἐγὼ λέγω σοι Aesch. Ag. 1008; οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph. O. R. 559; οὐδὲν χαλεπὸν ἐννοῆσαι ὃ λέγω Plat. Phaed. 72 b; τὴν ἐπιστήμην ἐννενόηκας καὶ εἴληφας ibid. 74 c; c. partic., ἐννοοῦμαι φαῠλος οὖσα Eur. Hipp. 435; Plat. ἐννοήσας γένος ἐπιεικὲς ἀϑλίως διατιϑέμενον, daß es in unglücklicher Lage wäre, Critia. 121 b; ἐνενόησεν αὐτῶν, ὡς ἐπηρώτων ἀλλήλους, er bemerkte an ihnen, daß, Xen. Cyr. 5, 2, 18; – ἐννενόηκα σοῠ λέγοντος ὅτι, ich hörte dich sagen, Hipp. min. 369 e. – Von Wörtern, = bedeuten, τί ἄλλο ἐννοεῖ τοῠτο τὸ ῥῆμα Plat. Euthyd. 287 c. – Bei Her. ἐννώσας = ἐννοήσας, z. B. τὰ λεγόμενα 1, 68; ἐννενώκασι, = ἐννενοήκασι, 1, 86. 3, 6.
См. также в других словарях:
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek